Η συλλογή αυτοφυών βοτάνων με φαρμακολογική δράση είναι μια δραστηριότητα συνυφασμένη με την ελληνική ύπαιθρο και την παράδοση στο βάθος των αιώνων. Μάλιστα, η φύση έχει σταθεί ιδιαίτερα γενναιόδωρη στον τόπο μας, χαρίζοντάς του μια πλούσια γκάμα από αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά.
Ωστόσο, η καλλιέργειά τους για συστηματική εμπορία, που συνδέεται με τη μεταποίησή της σε μεγαλύτερη κλίμακα, είναι κάτι σχετικά καινούργιο για τον εγχώριο πρωτογενή τομέα και, όπως παρατηρούν οι γνώστες του κλάδου, με χρονική υστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες. Την ίδια στιγμή, φαίνεται να περιορίζεται σε έναν πολύ μικρό αριθμό σε σχέση με το εύρος εμβληματικών ενδημικών φυτών, για λόγους τους οποίους η «Ύπαιθρος Χώρα» συζήτησε με εκπροσώπους μεταποιητικών επιχειρήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνουν ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους είναι η ανάπτυξη της καλλιέργειας ελληνικών ΑΦΦ και εξηγούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η «στροφή» προς αυτόν τον κλάδο μπορεί να έχει προοπτικές.
Για τη δυναμική και τις δυνατότητες αξιοποίησης του «θησαυρού» των ΑΦΦ της ελληνικής χλωρίδας κάνει λόγο στο άρθρο του, που δημοσιεύει η «Ύπαιθρος Χώρα», ο Μόσχος Πολυσίου, ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επί σειρά ετών ειδικός στα θέματα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
13 είδη αρωματικών φυτών που θα ανατάξουν τον τομέα
Τα τελευταία χρόνια, κατηγορίες διαφόρων καταναλωτικών προϊόντων, βασισμένων σε Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά (ΑΦΦ), κυκλοφορούν ευρέως με διάφορες ονομασίες οι οποίες είναι βοτανικά τσάγια και ροφήματα, διαιτητικά συμπληρώματα, λειτουργικά τρόφιμα, ομοιοπαθητικά φάρμακα, διατροφικά φαρμακευτικά, φυτικά φάρμακα, βοτανικά φάρμακα, αρωματοθεραπευτικά έλαια.
Είναι γνωστό ότι, στη χώρα μας, τα αυτοφυή ΑΦΦ έχουν χρησιμοποιηθεί και έχουν γίνει αντικείμενο εμπορίου από την αρχαιότητα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έναν πολύ σημαντικό αριθμό ειδών με κυριότερα τη ρίγανη, το θυμάρι, το θρούμπι, το φασκόμηλο, το γλυκάνισο, το μάραθο (μαραθόσπορος), το χαμομήλι, τη δάφνη, τη μέντα, τον δυόσμο, το φλισκούνι, τη λεβάντα, το μελισσόχορτοκαι τέλος τα μοναδικά και πολύ γνωστά τοπικά προϊόντα κάποιων περιοχών της Ελλάδας όπως τη μαστίχα της Χίου, τον κρόκο της Κοζάνης, το δίκταμο της Κρήτης και το τσάι του βουνού της Βρύναινας (Ν. Μαγνησίας).
Οι προσπάθειες των τελευταίων ετών έδειξαν ότι τα παραπάνω ΑΦΦ μπορούν να αποτελέσουν τις νέες δυναμικές και πολλά υποσχόμενες εναλλακτικές καλλιέργειες. Προϋπόθεση σε αυτό ήταν και παραμένει η πολύ καλή οργάνωση και γνώση των τεχνικών, από την καλλιέργεια μέχρι τη μεταποίηση και εμπορία των επώνυμων προϊόντων, από τους ίδιους τους παραγωγούς.
Η χρησιμοποίηση του καλύτερου γενετικού υλικού, κατά προτίμηση εγχώριου, σε συνδυασμό με τον βιολογικό τρόπο καλλιέργειας, φαίνεται επίσης να αποτελούν τα βασικά πλεονεκτήματα των ελληνικών ΑΦΦ στη διεθνή αγορά.
Το ξηροθερμικό κλίμα, καθώς και η πολύ καλή σύσταση του εδάφους των περισσοτέρων ημιορεινών και πεδινών περιοχών σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια, συμπληρώνουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για προϊόντα με μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις και υψηλών ποιοτικών και ποσοτικών προδιαγραφών.
Όλες οι εργασίες παραγωγής και μεταποίησης των ΑΦΦ πρέπει να γίνονται σύμφωνα με έναν Οδηγό Ορθής Αγροτικής Πρακτικής(GAP). Ειδικά για τις εξαγωγές των προϊόντων ΑΦΦ, η κάθε παρτίδα απαιτείται να συνοδεύεται, εκτός από το πρωτόκολλο απεντόμωσης για την ξηρή δρόγη, και από την πλήρη χημική και μικροβιολογική ανάλυση.
Παρά την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, οι κυριότερες εισαγωγικές ευρωπαϊκές χώρες ΑΦΦ όπως οι Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ελβετία και Ιταλία, αναζητούν έντονα τα ελληνικά βιολογικά προϊόντα και προσφέρουν πολύ ικανοποιητικές τιμές. Έτσι, οι τιμές χονδρικής πώλησης για την ξηρή δρόγη κυμαίνονται από 5 μέχρι και 10 ευρώ το κιλό. Με αποδόσεις από 100 Kg/στρέμμα μέχρι 400 Kg/στρέμμα ξηρής δρόγης, ανάλογα με το είδος και το μέρος του φυτού, παρατηρούμε ότι οι μεικτές στρεμματικές απολαβές ανέρχονται από 960 (ρίγανη, τσάι του βουνού ) έως και 4.000 ευρώ (μελισσόχορτο) ( Πίνακας 1).
Αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από την εγκατάσταση της πολυετούς –συνήθως– φυτείας, που δεν ξεπερνά τα 300 – 600 ευρώ/στρέμμα, οι άλλες δαπάνες για τις καλλιεργητικές φροντίδες (λίπανση, άρδευση, ξεβοτάνισμα) είναι σχετικά μικρές, τότε οι καθαρές απολαβές, σε σύγκριση με άλλα γεωργικά προϊόντα, είναι πολύ υψηλότερες.
- Πίνακας 1.Ενδεικτικές τιμές ξηρής δρόγης και αποδόσεις καλλιεργούμενων ΑΦΦ.
Φυτό | €/kg | Φυτικό μέρος | Απόδοση Kg/στρέμμα | Έσοδα μεικτά €/στρέμμα |
Melissa officinalis(μελισσόχορτο) | 10 | φύλλο | 400 | 4.000 |
Rosmarinus officinalis(δενδρολίβανο) | 5 | φύλλο | 300 | 1.500 |
Origanum vulgare(ρίγανη) | 8 | φύλλο | 120 | 960 |
Ocimun basilicum(βασιλικός) | 7,5 | φύλλο | 400 | 3.000 |
Chamomilla matricaria(χαμομήλι) | 10 | άνθος | 100 | 1.000 |
Salvia officinalis(φασκόμηλο) | 7,5 | φύλλο | 400 | 3.000 |
Mentha piperita(μέντα) | 10 | φύλλο | 300 | 3.000 |
Sideritis sp.(τσάι του βουνού) | 8 | φύλλο | 120 | 960 |
Lavandula angustifolia(λεβάντα) | 10 | άνθος | 200 | 2.000 |
Origanum dictamnus(δίκταμος) | 8 | φύλλα | 200 | 1.600 |
Thymus vulgaris(θυμάρι) | 7,5 | φύλλο | 400 | 3.000 |
Satureja hortensis(θρούμπι) | 6,5 | φύλλο | 400 | 2.800 |
Origanum majorana(μαντζουράνα) | 7 | φύλλο | 200 | 1.400 |
Οι απολαβές αυτές γίνονται ακόμα μεγαλύτερες εάν οι παραγωγοί προχωρήσουν οι ίδιοι στη μεταποίηση, δηλαδή στην απόσταξη ή την εκχύλιση των προϊόντων τους. Τα αιθέρια έλαια και τα υδατικά εκχυλίσματα των ΑΦΦ είναι επίσης περιζήτητα όχι μόνο από τους κλάδους των τροφίμων, φαρμάκων κ.λπ., αλλά και από τη σύγχρονη κτηνοτροφία και τη βιολογική γεωργία ως φυσικά αντιβιοτικά και ως αβλαβή φυτοπροστατευτικά, χάρη στις ευρέως φάσματος αντιμικροβιακές και εντομοαπωθητικές-εντομοκτόνες ιδιότητές τους. Η επένδυση προς αυτήν τη μεταποίηση δεν απαιτεί ιδιαίτερα μεγάλα κεφάλαια.
Αξίζει να τονιστεί ότι οι τιμές πώλησης αιθερίων ελαίων διεθνώς είναι υψηλές και εξαρτώνται από την προσφορά και τη ζήτηση.Για παράδειγμα, το περασμένο φθινόπωρο, οι τιμές για το αιθέριο έλαιο της λεβάντας κυμάνθηκαν από 20 έως 100 ευρώ το λίτρο, ανάλογα με την ποιότητα.
Ως πρώτη ποιότητα θεωρείται το αιθέριο έλαιο της λεβάνταςτου οποίου τα ποσοστά σε καμφορά και ευκαλυπτόλη είναι σχεδόν μηδενικά. Επίσης, αναφέρεται ότι τα καλύτερα αποτελέσματα της λεβάντας τα έχουμε όταν αυτή καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων. Επιπλέον, ακόμη και η συσκευασία επιβαρύνει την τιμή του τελικού προϊόντος.
Στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 2) βλέπουμε πόσο αλλάζει η τιμή του αιθερίου ελαίου της μέντας, του μελισσόχορτου και του βασιλικού, όταν η ποσότητα διαφοροποιείται από τα 100 mL στο ένα λίτρο (1L) .Το μελισσόχορτοέχει την υψηλότερη τιμή , η οποία πλησιάζει τα 5.000 ευρώ το λίτρο. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή η απόδοση του φυτού αυτού σε αιθέριο έλαιο είναι μικρή, και κυμαίνεται μεταξύ 0,2%-0,3% .
- Πίνακας 2: Ενδεικτικές τιμές (σε ευρώ) αιθερίων ελαίων που εισάγονται στην Ελλάδα.
Αιθέριο έλαιο | 100 mL | 500 mL | 1 L |
Μέντα* | 19,74 | 92,71 | 171,68 |
62,39 | 292,95 | 542,51 | |
Μελισσόχορτο* | 31,15 | 146,27 | 270,87 |
194,14 | 911,62 | 1688,19 | |
537,46 | 2523,70 | 4673,51 | |
Βασιλικός | 38,97 | 182,99 | 338,88 |
* Η διαφορά στην τιμή οφείλεται στην ανομοιογένεια των προϊόντων (καθαρότητα, σύσταση κ.λπ.).
Οι αρμόδιοι κεντρικοί φορείς, πέρα από τα πολύ γενικά προγράμματα, πρέπει να προχωρήσουν σε ένα συγκεκριμένο και πολύ φιλόδοξο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της παραγωγής ΑΦΦ, σε κάθε περιφέρεια, στηρίζοντας ουσιαστικά τη δημιουργία ομάδων παραγωγών – μεταποιητών από την εγκατάσταση της φυτείας, με ντόπιο γενετικό πολλαπλασιαστικό υλικό, μέχρι τη μεταποίηση και την προώθηση εξαγωγής. Με αυτόν τον τρόπο, η καλλιέργεια των ΑΦΦ μπορεί να εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως δυναμικό κλάδο της ελληνικής γεωργίας. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στην ανάπτυξη μεταποιητικών επιχειρήσεων και να συμβάλλει στη συγκράτηση του νέου πληθυσμού στην ύπαιθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου