Πώς
το κόκκινο χρυσάφι της ελληνικής γης άρχισε να «μιλάει» ιταλικά, ποιος ο
«αυτοκράτορας» του κρόκου που τον έκανε γνωστό στη γειτονική χώρα και
γιατί το ριζότο αλά μιλανέζε είναι το πιάτο της… πεθεράς;
Το χρώμα του χαρακτηριστικό, το άρωμά του συγκλονιστικό και η γεύση του συναρπαστική…
Ο
λόγος για το χρυσάφι της ελληνικής γης, τη ζαφορά, το σαφράν, το
σαφράνι, το crocus sativus ή πιο απλά, τον κρόκο, ο οποίος
συγκαταλέγεται σε ένα από τα πιο πολύτιμα μπαχαρικά με ιστορία που
απλώνει τις ρίζες της στην αρχαιότητα.
Παρότι ο κρόκος
είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κοζάνη, όπου καλλιεργείται
πιστοποιημένα, ένας Έλληνας επιχειρηματίας κατάφερε να εντάξει στην
απαιτητική ιταλική αγορά το ελληνικό σαφράν ώστε και τα ιταλικά πιάτα
να αποκτήσουν το μοναδικό χρυσοκίτρινο φως που χαρίζουν άπλετα δύο με
τρία στίγματα αυτού του ξεχωριστού φυτού.
Ο Γιώργος Μπακάγιας
μιλάει στο protothema.gr περιγράφοντας τις δυσκολίες, αλλά και την
επιτυχία που συνάντησε ο κρόκος Κοζάνης, με αποτέλεσμα τώρα να κοσμεί
τουλάχιστον 100 μενού πολυτελών ιταλικών εστιατορίων.
Ο βραβευμένος σεφ με δύο αστέρια Michelin, Κλάουντιο Σάντλερ
Ο κρόκος, αυτό το τρυφερό λουλούδι με τα μοβ πέταλα και τα
κατακόκκινα στίγματα κατέκτησε τους αρχαίους Έλληνες, με τον Όμηρο να
αναφέρεται σε αυτό περιγράφοντας στην Ιλιάδα το χρώμα της αυγής:
«Η Αυγή η κροκοψιαντούσα επρόβαινε μεσ ̓ απ ̓ το μέγα ρέμα του Ωκεανού, το φως σε αθάνατους και σε θνητούς να φέρει κι έφτανε εκείνη στα πλεούμενα με του θεού τα δώρα…».
Ο κρόκος, όμως, εντοπίζεται και σε
κείμενα του Σοφοκλή, του Αισχύλου, του Αριστοφάνη, αλλά και του
Πινδάρου, ενώ ο Ιπποκράτης εξυμνεί τις φαρμακευτικές ιδιότητές του. Την
ίδια στιγμή, το σαφράν δε θα μπορούσε να μην έχει θέση και στην
ελληνική μυθολογία, καθώς λέγεται ότι ο Ερμής ενώ εξασκούνταν στη
δισκοβολία τραυμάτισε θανάσιμα τον φίλο του Κρόκο. Συγκλονισμένος από
το μοιραίο σφάλμα του, χάρισε την αθανασία στον Κρόκο μετατρέποντας το
άψυχο σώμα του σε μοβ λουλούδι και το αίμα του σε κόκκινους στήμονες
στην καρδιά του άνθους.
Εντούτοις, οι αναφορές δεν περιορίζονται στην
Ελλάδα, αλλά ταξιδεύουν στην Αίγυπτο με την Κλεοπάτρα να έχει
καταγραφεί πως απολάμβανε το μπάνιο της με σαφράν.
Η φήμη του φτάνει
και στην αρχαία Ρώμη καθώς οι πολύτιμες «κλωστούλες» του τοποθετούνταν
στο κρασί, ενώ στο Βυζάντιο τα αυτοκρατορικά ενδύματα βάφονταν με
αυτόν.
Ο Γιώργος Μπακάγιας (δεξιά) με τον δημιουργό της υψηλής ιταλικής κουζίνας, Γκουαλτιέρο Μαρκέζι
Σχετικά
με την καταγωγή του οι απόψεις διαφέρουν, με πολλούς να τοποθετούν τη
«γέννησή» του στην Ανατολή, και άλλους να υποστηρίζουν ότι
καλλιεργήθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα κατά τη μεσομινωική περίοδο, με
τοιχογραφία εκείνης της εποχής που βρέθηκε στα ανάκτορα της Κνωσού να
ενισχύει την εκδοχή αυτή καθώς αναπαριστά μία φιγούρα να συλλέγει
λουλούδια κρόκου.
Η ιστορία μακρά, οι ιδιότητες πολλές,
η αξία του ανεκτίμητη. Το σαφράν, από την αραβική λέξη zafaran που
σημαίνει κίτρινο, σκεπάζει με το μοβ χαλί του τα «Κροκοχώρια» της
Κοζάνης και χαρίζει, από τον 17ο αιώνα, οπότε και ξεκίνησε η σύγχρονη
καλλιέργειά του στην Ελλάδα, εικόνες μοναδικής ομορφιάς.
Το πέπλο που
καλύπτει τις εκτάσεις της περιοχής μοιάζει με αραχνοΰφαντο ύφασμα
νεράιδας που επέλεξε την Κοζάνη για να ξαποστάσει. Τα μικρά, εύθραυστα
χωνάκια που ξεχωρίζουν από κάθε κλωνάρι κάθε Οκτώβριο, κρύβουν μέσα στα
σπλάχνα τους τον πορτοκαλο-κόκκινο χρυσό, σχηματίζοντας ένα κομψό
μπουκέτο όλο χάρη και αρχοντιά.
Η
συγκομιδή του «θησαυρού» αποτελεί δύσκολη αποστολή, με χιλιάδες
ανθρώπους να καταπιάνονται με το προσεκτικό αυτό έργο, καθώς ο χρόνος
είναι ο αμείλικτος εχθρός του κρόκου.
Αν οι κροκοσυλλέκτες δεν
καταφέρουν να τον συγκεντρώσουν μέσα σε λίγες ώρες από την άνθησή του,
υπάρχει ο κίνδυνος ο κρόκος να μαραθεί και τα στίγματα να καταστραφούν.
Για αυτό το λόγο επιστρατεύονται ολόκληρες οικογένειες για να δώσουν
μάχη με το χρόνο και να προσφέρουν την εργασία τους από την ανατολή
μέχρι τη δύση του ηλίου, ώστε να μεταφερθούν στην ώρα τους τα λουλούδια
και να προχωρήσει η εξαγωγή των στιγμάτων που θα δώσει στη συνέχεια τον
μοναδικό και εξαιρετικής ποιότητας κρόκο στην Ελλάδα αλλά και σε
ολόκληρο τον κόσμο.
Ανάμεσα στις χώρες που ταξιδεύουν
τα στίγματα του κρόκου είναι και η Ιταλία, της οποίας η κουζίνα
φιλοξενεί πολλά πιάτα με σαφράν, εκ των οποίων το ξακουστό ριζότο αλά
μιλανέζε.
Παρά την τοπική παραγωγή του στη Σαρδηνία, την Τοσκάνη, το
Αμπρούτζο, την Ούμπρια και τις Μάρκε, τον τελευταίο χρόνο εστιατόρια με
αστέρια Michelin, διάσημοι σεφ και πολυτελή ξενοδοχεία εντάσσουν στο
μενού τους τον Κρόκο Κοζάνης, παραγκωνίζοντας τον ιταλικό.
Ποιος
βρίσκεται πίσω από την σημαντική αυτή στροφή;
Ο Γιώργος Μπακάγιας.
Ένας
αεικίνητος επιχειρηματίας, ο οποίος πιστεύει βαθιά στην αξία του
ελληνικού σαφράν και έχει θέσει ως στόχο ζωής να κάνει τον κρόκο
Κοζάνης διάσημο στην Ιταλία και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο σεφ Φάμπιο Τζανατέλο με ριζότο με κρόκο Κοζάνης στο γκολφ κλαμπ Αλμπέντζα
Ο κύριος Μπακάγιας εξηγεί πως η ενασχόλησή του με το προϊόν
ξεκίνησε λίγο πριν την περυσινή έκθεση EXPO Milano με κεντρικό θέμα τη
σίτιση, όταν αποφάσισε να ενισχύσει το ελληνικό περίπτερο με ποιοτικά
ελληνικά προϊόντα.
Όπως λέει, ήρθε σε επαφή με τις καλύτερες ελληνικές
εταιρίες και από τους πρώτους που ανταποκρίθηκαν ήταν ο Αναγκαστικός
Συνεταιρισμός Κρόκου Κοζάνης, ο οποίος δημιουργήθηκε το 1971 και έχει το
αποκλειστικό δικαίωμα συλλογής, συσκευασίας και διάθεσης του κρόκου
Κοζάνης.
«Πέρασαν κάποια χρόνια, ανέλαβε πρόεδρος ο
Νίκος Πατσούρας, ένας πανέξυπνος άνθρωπος, ο οποίος με τα προγράμματα
της ΕΟΚ κατάφερε να πάρει πιστοποίηση Π.Ο.Π., ISO 9001(International
Organization for Standardization), ενώ ξεκίνησε και τη βιολογική
παραγωγή. Αυτό κάνει την ποιοτική διαφορά μεταξύ του κρόκου Κοζάνης με
όλα τα υπόλοιπα προϊόντα», αναφέρει ο κ. Μπακάγιας.
Δίνοντας
μία πιο ρομαντική εκδοχή για την έναρξη της σύγχρονης καλλιέργειας
στην Κοζάνη, ο αποκλειστικός εισαγωγέας κρόκου Κοζάνης στην Ιταλία
αναφέρει:
«Στην ελληνική κουζίνα δεν υπήρχε κρόκος, εντοπιζόταν μόνο στην ελληνική αρχαιότητα. Τον χρησιμοποιούσαν, όμως, στην Ευρώπη, τον 17οαιώνα. Ένας έμπορος, λοιπόν, που εργαζόταν στην αυλή του αυτοκράτορα της Βιέννης πέρασε από την Κοζάνη, ίσως ερωτεύθηκε Ελληνίδα και εγκαταστάθηκε. Μετέφερε βολβούς κρόκου, λοιπόν, και έκτοτε το σαφράν καλλιεργείται στην Κοζάνη, ταξιδεύοντας σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις».
Όπως
επισημαίνει, βασική προϋπόθεση για την ποιότητα του κρόκου Κοζάνης
είναι η ποιότητα του βολβού, ο τρόπος που συλλέγεται, διαλέγεται και
συντηρείται, με τον συνεταιρισμό να τηρεί αυστηρά τις προδιαγραφές που
έχουν οριστεί από το ISO, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους καλλιεργητές «που δεν τις τηρούν λόγω κόστους».
Εξάλλου, τα χαρακτηριστικά για την πιστοποίηση αφορούν στο χρώμα, το
άρωμα και τη γεύση, είναι ανώτατης ποιότητας και ξεπερνούν τα ποιοτικά
πρότυπα που ορίζει ο ISO, σύμφωνα με αναλύσεις των τελευταίων ετών.
Όσο
για την ετήσια παραγωγή, ο κ. Μπακάγιας εξηγεί πως η παγκόσμια αγορά
κινείται στους 210 τόνους, εκ των οποίων οι 190 παράγονται στο Ιράν.
Δεύτερη χώρα είναι η Ελλάδα με περίπου 4,5 τόνους, τρίτη χώρα το Μαρόκο
και ακολουθεί η Ινδία, με τον επιχειρηματία να τονίζει πως χρειάζονται
250.000 στίγματα για να παραχθεί ένα κιλό σαφράν.
«Στην Ιταλία έχουμε: 90 κιλά στη Σαρδηνία, 3 κιλά στην Άκουιλα, στη Λομβαρδία 1.400 γραμμάρια, στην Τοσκάνη 300 γραμμάρια. Συνολικά φτάνουν τα δε φτάνουν τα 100 κιλά. Η κατανάλωση από την άλλη, σύμφωνα με την ιταλική Ένωση Παραγωγών Σαφράν, αγγίζει τους 22,5 τόνους», λέει ο κ. Μπακάγιας και ανοίγει το κεφάλαιο νοθείας του σαφράν σε σκόνη.
«Η
εισαγωγή στην Ιταλία δεν ξεπερνά τους τέσσερις τόνους. Αλλά η
κατανάλωση είναι 22,5 τόνους. Άρα τι βάζουν μέσα; Σκόνη σανταλόξυλου για
το χρώμα, σκόνη από κόκκαλα ζώων, μέχρι και γύψο προσθέτουν γιατί
απορροφά τέλεια το χρώμα και το άρωμα. Με βάση την ένωση των παραγωγών
σαφράν της Ιταλίας, το 85% της κατανάλωσης δεν είναι σαφράν!»,
τονίζει και μεταφέρει δύο χαρακτηριστικά περιστατικά με Ιταλούς που
έκπληκτοι διαπίστωναν τη στιγμή που γεύονταν κρόκο Κοζάνης ότι τόσα
χρόνια… δεν έτρωγαν σαφράν.
«Στην EXPO του Μιλάνου
υπήρχαν δείγματα για δοκιμή. Μία κυρία ήρθε και μου είπε ότι αυτό που
είχε δοκιμάσει δεν είχε γεύση σαφράν ή τζαφεράνο όπως λέγεται στα
ιταλικά. Είναι φυσιολογικό: δεν είχε φάει ποτέ πραγματικό σαφράν»,
λέει ο κ. Μπακάγιας και συνεχίζει περιγράφοντας όσα συζήτησε με τον
κορυφαίο Ιταλό σεφ Γκουαλτιέρο Μαρκέζι του περίφημου εστιατορίου «Il
Marchesino» στη Σκάλα του Μιλάνου που τιμήθηκε με τρία αστέρια
Michelin, τα οποία στην πορεία ο αντισυμβατικός σεφ αποφάσισε να
απορρίψει.
«Ο
βασιλιάς της εστίασης στην Ιταλία λέγεται Μαρκέζι, ο οποίος έκανε την
επανάσταση στην ιταλική κουζίνα και δημιούργησε την υψηλή κουζίνα.
Πέρυσι σε μία έκθεση με πλησίασαν ο διάσημος κριτικός γεύσης Ντάβιντε
Παολίνι με τον Μαρκέζι.
Ο Παολίνι του είπε ότι έχω το καλύτερο σαφράν
του κόσμου.
Ο Μαρκέζι με κοίταξε και απάντησε πως δεν το γνωρίζει. Του
είπα χαριτολογώντας: “Με όλο το σεβασμό, εσείς είστε ο πατριάρχης των
σεφ της Ιταλίας, εγώ, όμως, είμαι ο βασιλιάς του σαφράν.
Αν δεν ξέρετε
το ελληνικό σαφράν, σημαίνει ότι όλη σας τη ζωή δε χρησιμοποιήσατε ποτέ
το σωστό προϊόν”. Από τότε γίναμε φίλοι», λέει ο κ. Μπακάγιας και
γελάει πληθωρικά όταν θυμάται ότι ο Ντάβιντε Παολίνι μετά το περιστατικό
του αφιέρωσε ένα βιβλίο του απευθυνόμενος «Στον βασιλιά του σαφράν».
Ο
κρόκος Κοζάνης πέρα από μοναδική γεύση και εξαιρετικό άρωμα
διακρίνεται για την αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη και αγγειοδιασταλτική
δράση του, περιέχει βιταμίνη A, α-β καροτένιο, βιταμίνη Β, Β2, C,
φυλλικό οξύ, ενώ στην Ελλάδα καλλιεργείται και ένα ποσοστό βιολογικού
σαφράν, χωρίς, ωστόσο, αυτή η πληροφορία να είναι ευρέως γνωστή.
«Αντιπροσωπεύουμε
σήμερα γύρω στο 95% παραγωγής παγκοσμίου βιολογικού. Οι Έλληνες
είμαστε ο μοναδικός παραγωγός βιολογικού σαφράν και δεν το ξέρουμε.
Έχουμε το μονοπώλιο του βιολογικού σαφράν.
Τι εννοούμε βιολογικό
σαφράν. Το χωράφι πρέπει να έχει πιστοποίηση βιολογικής παραγωγής κι η
ποσότητα που παράγεται από εκείνο το χωράφι να έχει την πιστοποίηση ότι
είναι βιολογικό», λέει ο κ. Μπακάγιας επισημαίνοντας πως παρότι το
προϊόν είναι εξαιρετικό, το πρόβλημα που συναντάται αφορά στο
μάρκετινγκ.
Ενδεικτικό είναι ότι μόλις πρόσφατα οι Έλληνες σεφ άρχισαν
να χρησιμοποιούν τον κρόκο Κοζάνης στα μενού τους, καθώς μέχρι πρότινος
προτιμούσαν το ιταλικό τζαφεράνο.
Ποιος, όμως,
επιλέγει το σαφράν στην Ιταλία, πέρα από τους σπουδαίους σεφ και τα
εστιατόρια με αστέρια Michelin; «Οι πεθερές», λέει αφοπλιστικά ο κ.
Μπακάγιας.
«Το κλασικό πιάτο είναι το ριζότο αλά
μιλανέζε.
Είναι εύκολο πιάτο; Όχι.
Ποιος το ετοιμάζει; Η πεθερά. Το
ρύζι για να γίνει θέλει δουλειά, θέλει 21 λεπτά ανακάτεμα.
Ποια νεαρή
κοπέλα θα δαπανήσει 21 λεπτά για το ανακάτεμα; Καμία. Η πεθερά, όμως,
που θέλει να καλοπιάσει το γαμπρό της θα το ετοιμάσει την Κυριακή.
Είναι το κλασικό πιάτο της Κυριακής.
Η κατανάλωση, λοιπόν, είναι οι
πεθερές και τα εστιατόρια», συμπληρώνει και με διάθεση αφηγητή περιγράφει πώς γεννήθηκε το θρυλικό ριζότο αλά μιλανέζε.
Ο Γιώργος Μπακάγιας με τον συνέταιρό του Νάνι Σκαράφια (δεξιά)
«Όταν κατασκεύαζαν τον καθεδρικό Ντουόμο του Μιλάνο
χρησιμοποιούσαν το σαφράν για να χρωματίσουν τα βιτρώ.
Όταν έκαναν
διάλειμμα έφτιαχναν ρύζι για να φάνε. Ένας από τους καλλιτέχνες έριξε
κατά λάθος σαφράν μέσα στο ρύζι.
Το δοκίμασε, του άρεσε και τότε
γεννήθηκε το ριζότο αλά μιλανέζε. Από ατύχημα, το ριζότο αλά μιλανέζε
έγινε το παραδοσιακό πιάτο των Μιλανέζων», εξηγεί.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον κ. Μπακάγια τα προϊόντα του δεν απευθύνονται αποκλειστικά στην υψηλή κουζίνα, αλλά στον καλοφαγά:
«Εμείς απευθυνόμαστε σε εκείνους που αναζητούν τη γεύση: στην υψηλή κουζίνα, αλλά και στον αγρότη που θέλει απλώς να φάει καλά. Δεν είναι θέμα ταξικό, είναι θέμα καλοφαγά!».
Η αγορά της Ιταλίας,
ωστόσο, δεν φαντάζει από τις ευκολότερες για κάποιον που τολμά να
αποκαλύψει ότι το τζαφεράνο που καταναλώνεται είναι κλάσεις κατώτερο
από τον ελληνικό κρόκο.
Ποιοι ήταν, επομένως, οι δρόμοι που είχε στη
διάθεσή του ο κ. Μπακάγιας;
Είτε να απευθυνθεί, όπως λέει ο ίδιος, στις
μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ δαπανώντας πολλές χιλιάδες ευρώ για
διαφήμιση, έχοντας υπόψη του ότι θα πρέπει να ανοίξει μέτωπο με ένα
άλλο προϊόν που δεν είναι σαφράν, ή να βάλει πολύ ψηλά τον πήχη και να
απευθυνθεί στους μεγάλους σεφ.
Ο τολμηρός επιχειρηματίας επέλεξε τον
πιο δύσκολο δρόμο και ξεκίνησε ένα δίκτυο επαφών με τους καλύτερους σεφ
της Ιταλίας.
Αποτέλεσμα; Ο κρόκος Κοζάνης βρίσκεται μέσα σε ελάχιστους
μήνες σε περίπου 100 μενού βραβευμένων εστιατορίων, εκ των οποίων και
αρκετά με αστέρια Michelin, από τη Λομβαρδία, το Τορίνο, μέχρι τη Ρώμη,
τη Νάπολη, τη Βενετία.
Ο βραβευμένος σεφ με ένα αστέρι Michelin, Τάνο Σιμονάτο
«Είναι
ευτυχισμένοι οι σεφ. Είχαν βέβαια υπομονή και επιμονή, γιατί άλλο
είναι να έχουν στη διάθεσή τους ένα κιλό σαφράν από άλλους εμπόρους και
άλλο 100 γραμμάρια από τον ελληνικό κρόκο. Το θέμα, όμως, είναι ότι
κατάλαβαν τι κάνουμε. Τους μετέφερα τη φιλοσοφία μας», λέει.
Δεν
είναι τυχαίο ότι το γκολφ κλαμπ Albenza του Μπέργκαμο, ένα από τα δέκα
καλύτερα του κόσμου, κάλεσε σε μία ειδική βραδιά βραβευμένους σεφ να
παίξουν γκολφ και στη συνέχεια να ετοιμάσουν πιάτα μοναδικής γεύσης με
κρόκο Κοζάνης.
Επόμενος στόχος είναι ο χώρος της
ζαχαροπλαστικής, ενώ το παγωτό αλά σαφράν με τη ντελικάτη γεύση του
γίνεται ήδη ανάρπαστο στις περίφημες τζελατερίε της Ιταλίας.
«Παράλληλα
με αυτή την αγορά, υπάρχει και εκείνη των ποτών. Ξεκινήσαμε τη
συνεργασία με το ιστορικό ποτό του Μιλάνου, Fernet Branca. Μέχρι
πρότινος αγόραζαν από το Ιράν, το οποίο στοιχίζει πιο φθηνά, αλλά είναι
κατώτερο ποιότητα από το ελληνικό σαφράν. Αποδέχθηκαν την ποιότητα τη
δική μας και αλλάζουν τον τρόπο παραγωγής τους. Επιλέγουν μόνο στίγματα
από τον κρόκο Κοζάνης που χαρίζει χρώμα και άρωμα σε ένα από τα
παλαιότερα και διάσημα λικέρ της Ιταλίας», συνεχίζει ο κ.
Μπακάγιας, προσθέτοντας πως η κατανάλωση του εργοστασίου της Fernet
Branca στο Μιλάνο κυμαίνεται στα 500 κιλά ετησίως, επομένως για τον
Κρόκο Κοζάνης αυτή η συνεργασία δίνει τη δυνατότητα σε νέους παραγωγούς
να αυξήσουν την παραγωγή τους.
Παρά τις δυσκολίες, παρά τις προκλήσεις και παρά «τους πονηρούληδες εμπόρους»
που όπως λέει, σιγά-σιγά θα φύγουν από το τοπίο, ο Έλληνας
επιχειρηματίας ξεχωρίζει για την αποφασιστικότητά του, τη μαχητικότητά
του και την όρεξη για δουλειά.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει άρχισε να
ασχολείται με την εισαγωγή προϊόντων στην Ιταλία «όταν ξεκίνησε η
μεγάλη κρίση στην Ελλάδα και εδώ είχαν την εικόνα ότι είμαστε
τεμπέληδες. Εγώ έχω ένα όνομα, μία μητέρα και μία πατρίδα. Επομένως,
πρέπει να δείξω ότι έχουμε καλά προϊόντα, ότι έχουμε τη Formula 1 της
Ελλάδας. Άλλωστε, η εταιρία μου λέγεται Eccellenza Ellenica, δηλαδή
Ελληνική Αριστεία».
Παρότι, λοιπόν, για κάποιους στην Ελλάδα η
αριστεία θεωρείται εσχάτως… ρετσινιά, οι Έλληνες επιχειρηματίες, όπως ο
κ. Μπακάγιας, διαπρέπουν στο εξωτερικό διαφημίζοντας τη χώρα μας και
συμβάλλοντας στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
Στο
πλαίσιο της προώθησης της Ελλάδας ο κ. Μπακάγιας σκοπεύει να
προχωρήσει και στην εισαγωγή ροφημάτων κρόκου Κοζάνης, ενώ όπως λέει
χαρακτηριστικά «στόχος είναι να μας τηλεφωνούν για περισσότερο εμπόρευμα και να μην έχουμε άλλο να δώσουμε».
Μπορεί, επομένως, ο κρόκος να ανθίζει στην Κοζάνη, αλλά η ομορφιά, η ποιότητα, η γεύση και το άρωμά του δεν γνωρίζουν σύνορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου